- αμεσουράνητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έφτασε στη μέση του ουρανού: Ο ήλιος ήταν ακόμη αμεσουράνητος.2. μτφ., αυτός που δεν έφτασε ακόμη στο ανώτατο σημείο επιτυχίας, δόξας κτλ.: Όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τη θυσία στο Μανιάκι· το Μεσολόγγι ήταν ακόμη αμεσουράνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.